σύγκαιρα

σύγκαιρα
επίρρ. одновременно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σύγκαιρα" в других словарях:

  • σύγκαιρα — Ν επίρρ. βλ. σύγκαιρος …   Dictionary of Greek

  • σύγκαιρα — σύγκαιρος of the season neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκαιρος — η, ο / σύγκαιρος, ον, ΝΑ έγκαιρος νεοελλ. σύγχρονος αρχ. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος. επίρρ... σύγκαιρα Ν 1. έγκαιρα 2. συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καιρός (< καιρός), πρβλ. ἐπί καιρος, πρόσ καιρος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»